buy in - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

buy in - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Buy in; Buy-in; Buying In; Buying in (disambiguation)

buy in         

['bai'in]

общая лексика

закупать

выкупать (собственные вещи на аукционе)

фразовый глагол

общая лексика

покупать

выкупать на аукционе (обыкн. собственные вещи)

скупать акции

закупать впрок

запасать

buy in         
1) бирж. закрыть сделку (купить акции или товары для поставки по предварительно заключённой сделке)
2) снять свой товар с продажи на аукционе
buy in         
buy in а) закупать We must make sure to buy in sugar before the price rises again. б) выкупать (собственные вещи на аукционе) The painting failed to reach its agreed price, and was bought in at $68,000.

Ορισμός

ИН-КВАРТО
нареч., полигр.
В 1/4 листа (о формате издания, получаемом фальцовкой (см. ФАЛЬЦ) в два сгиба).||Ср. ИН-ОКТАВО, ИН-ПЛАНО, ИН-ФОЛИО.

Βικιπαίδεια

Buying in

Buying in may refer to:

  • Buying in (poker), a tournament entrance fee
  • Buying in (securities), a process in which a buyer whose seller fails to deliver the securities contracted for, can "buy in" the securities from a third party
  • Management buy-in, when an outside management becomes a company's new management by buying it
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για buy in
1. BUY–IN As the peace process strengthens, leaders on both sides appear keen to get Kashmiris‘ buy–in.
2. BUY–IN As the peace process between India and Pakistan strengthens, leaders on both sides appear keen to get Kashmiris‘ buy–in.
3. They buy in bulk and can be cheaper than florists.
4. People buy in the Jewish Quarter as an investment.
5. "Don‘t buy in blocks with more than ten apartments.
Μετάφραση του &#39buy in&#39 σε Ρωσικά